τοπογραφῶ

τοπογραφῶ
τοπογραφέω
describe a place
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
τοπογραφέω
describe a place
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοπογραφώ — έω, ΝΜΑ [τοπογράφος] νεοελλ. συντάσσω τοπογραφικό χάρτη μιας περιοχής μσν. αρχ. περιγράφω έναν τόπο αρχ. καθορίζω τη θέση ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφώ — τοπογράφησα, τοπογραφήθηκα, τοπογραφημένος 1. συντάσσω τον τοπογραφικό χάρτη περιοχής: Τοπογραφήθηκε ο νομός. 2. ασχολούμαι με τοπογραφικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”